ῥαντίζοντας

ῥαντίζοντας
ῥαντίζω
to be sprinkled
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Δαμναμενεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους μάγους της Φρυγίας, που δάμασαν πρώτοι το σίδερο και τον χαλκό με τη φωτιά. Ο μύθος τους συνδέεται με εκείνον των Ιδαίων Δακτύλων, που ανακάλυψαν την κατεργασία των μετάλλων. 2. Γιος του Ποσειδώνα,… …   Dictionary of Greek

  • περιχύνω — περίχυσα, περιχύθηκα, περιχυμένος 1. βρέχω κάτι ραντίζοντας το με νερό, περιβρέχω, καταβρέχω: Του κάνανε καντάδα νυχτερινή κι εκείνος τους περίχυσε με νερό. 2. περιχύνομαι ρίχνω πάνω μου υγρό (νερό, φαγητό κτλ.), λερώνομαι: Περιχύθηκες με μελάνη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”